- φιλόχωρος
- -ον, Ααυτός που αγαπά έναν τόπο, που τού αρέσει να μένει σε έναν τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -χωρος (< χώρα), πρβλ. στενό-χωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόχωρος — fond of a place masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχώρῳ — φιλόχωρος fond of a place masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόχωρα — φιλόχωρος fond of a place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Филохор — (др. греч. Φιλόχωρος) (ок. 345 до н. э. 260 до н. э.) древнегреческий историк, крупнейший из аттидографов авторов сочинений по истории Аттики («Аттид»). На протяжении многих лет исполнял в Афинах должность жреца… … Википедия
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλοχωρώ — έω, Α αγαπώ έναν τόπο ή μια χώρα, μού αρέσει να μένω σε έναν τόπο ή σε μια χώρα («Θεοὺς δύο ἀχρήστους οὐκ ἐκλείπειν σφέων τὴν νῆσον, ἀλλ ἀεὶ φιλοχωρέειν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χωρῶ (< χωρος < χώρα), πρβλ. στενο χωρῶ. Ο τ.… … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek